ἰθυδίκης

ἰθυδίκης
ἰ̱θυδίκης , ἰθυδίκης
giving right judgement
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιθυδίκης — ἰθυδίκης, ὁ (Α) αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης] …   Dictionary of Greek

  • ἰθυδίκαι — ἰ̱θυδίκαι , ἰθυδίκης giving right judgement masc nom/voc pl ἰ̱θυδίκᾱͅ , ἰθυδίκης giving right judgement masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυδίκας — ἰ̱θυδίκᾱς , ἰθυδίκης giving right judgement masc acc pl ἰ̱θυδίκᾱς , ἰθυδίκης giving right judgement masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἰθυδίκην — ἰ̱θυδίκην , ἰθυδίκης giving right judgement masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυδίκου — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut gen sg ἰ̱θυδίκου , ἰθυδίκης giving right judgement masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυδίκῃ — ἰ̱θυδίκῃ , ἰθυδίκης giving right judgement masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυδίκῃσι — ἰ̱θυδίκῃσι , ἰθυδίκης giving right judgement masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”